- ποδώνυχος
- -ον, Α(για ένδυμα) αυτός που φτάνει ώς στα νύχια τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ώνυχος (< ὄνυξ, -υχος), πρβλ. πλατυ-ώνυχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδώνυχος — reaching to the toes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδώνυχον — ποδώνυχος reaching to the toes masc/fem acc sg ποδώνυχος reaching to the toes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek